- συνειπαμένων
- συνεῖπονspeak withaor part mid fem gen pl (epic ionic)συνεῖπονspeak withaor part mid masc/neut gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνείπον — Α (αόρ. β τού συναγορεύω, ή τού σύμφημι) 1. ομιλώ μαζί με κάποιον και, ιδίως, επιβεβαιώνω κάτι που κάποιος άλλος λέει («εἰ δὲ τις τῶν παρόντων ἔχει τί μοι συνειπεῑν, ἀναβὰς εἰς ὑμᾱς λεγέτω», Ισοκρ.) 2. συμφωνώ με κάποιον 3. υπερασπίζω κάποιον… … Dictionary of Greek